- πεταλίς
- -ίδος, ἡ, Αχοντρή γουρούνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επί θ. πέτηλος «απλωμένος, μέγας» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βοῦς πέτηλος). Το -α- τού τ. είναι πιθ. μακρό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταλίδας — πεταλίς fullgrown fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλίδι — πεταλίς fullgrown fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλίδων — πεταλίς fullgrown fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετηλίας — ὁ, Α είδος καβουριού με ανοιχτές χηλές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ», οπότε θα είχε τη σημ. «είδος καβουριού που πετά». Κατ άλλη όμως άποψη, η λ. πετηλίας σημαίνει «μεγάλος» και συνδέεται με… … Dictionary of Greek